Αναζήτηση - Search

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ρούφηξε μια γουλιά καφέ και κοίταξε ασυναίσθητα έξω από το παράθυρο. Τα απλωμένα ρούχα στην ταράτσα απέναντι ανέμιζαν στο φύσημα του αέρα, όλα τα σπίτια ήταν κανονικά στη θέση τους, ο ουρανός είχε το συνηθισμένο του χρώμα... Η θρυλική ημερομηνία είχε έρθει, αλλά όχι και το τέλος του κόσμου, φυσικά. Η Αμέλια γέλασε με τη σκέψη πως κάποιοι άνθρωποι είχαν πιστέψει στα σοβαρά μια τέτοια ανοησία. 

Έκανε να ακουμπήσει την κούπα του καφέ στο τραπέζι, όταν, εντελώς απροσδόκητα, το τραπέζι χάθηκε. Και μαζί μ' αυτό τα πάντα. Σαν κάποιος να έσβησε το σύμπαν. 

Μεμιάς βρέθηκε παντού σε ένα απέραντο πουθενά. Όπως και όλοι οι άλλοι. Κατά κάποιον τρόπο ήταν μέρος τους, κι εκείνοι δικό της μέρος. Μα δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ήταν μια αίσθηση πολύ, πολύ γνωστή...

Το σύμπαν που μόλις είχε εγκαταλείψει ήταν τώρα παγωμένο μέσα σε μια οθόνη. Όχι κυριολεκτικά σε μια οθόνη, αλλά στην έννοια μιας οθόνης. Και υπήρχε μόνο ως έννοια. Όπως και οτιδήποτε άλλο. 

"Τελείωσε και αυτό το παιχνίδι", κατάφερε να πει τελικά αφού συνήλθε από την ξαφνική μετάβαση, αν και δεν το είπε με λέξεις. Όλοι όμως την κατάλαβαν, αφού όλοι μέρος της ήταν... 

"Κόπηκε πάνω στο καλύτερο", διαμαρτυρήθηκε ένα άλλο ον. "Χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή και... " 

"Έλα, δεν έχει σημασία", του είπε εκείνη, συνοδεύοντας τα άηχα λόγια της με την έννοια ενός φιλικού χτυπήματος στην πλάτη. "Ένα παιχνίδι ήταν μόνο. Κι εδώ που τα λέμε, η ζωή στη Γη είχε παραγίνει περίεργη. Καλύτερα που τέλειωσε". 

"Γιατί η ζωή στον Αρουμπάν ήταν καλύτερη; Τουλάχιστον στη Γη είχατε κάποια ελευθερία", είπε κάποιος άλλος. Εκατομμύρια άλλες φωνές ενώθηκαν με τη δική του για να διαμαρτυρηθούν για τους δικούς τους πλανήτες. 

"Ηρεμήστε, το ξέραμε πως θα ήταν έτσι όταν δεχτήκαμε να παίξουμε", είπε κάποιο ον από τη Γη. Ήταν έτσι σχεδιασμένο το παιχνίδι του φυσικού σύμπαντος, ώστε να μην μπορείς να το τερματίσεις ποτέ. Πέρα από όλες τις άλλες εμφυτευμένες ιδέες, την επιβεβλημένη λήθη και όλα αυτά, υπήρχε μια βασική εμφύτευση που ρύθμιζε και διαιώνιζε όλες τις άλλες, κάνοντας την απελευθέρωση από το παιχνίδι αδύνατη - η ανάγκη για μονοσήμαντη αλήθεια. Γι' αυτό και ορίστηκε εξαρχής μια παράμετρος τέλους χρόνου, διαφορετικά το παιχνίδι δε θα τελείωνε ποτέ". 

"Λοιπόν, ξέρεις κάτι;", πετάχτηκε ένας άλλος Γήινος. Ήμουν φιλόσοφος κάποτε, και είχα συλλάβει την ιδέα ότι η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά βλέπεις, ακόμη και αυτή η σκέψη είναι μια μονοσήμαντη αλήθεια και με μπέρδευε. Μου φαίνεται αστείο τώρα..." 

"Ωχ, τι πάθατε με τις φιλοσοφίες; Δεν είμαστε στη Γη πια. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν αντέχω να υπάρχω μόνο εγώ. Τόση ώρα μιλάω στην ουσία μόνη μου! Το σιχαίνομαι αυτό" είπε η κάποτε Αμέλια. 

"Εντάξει, είναι αφόρητο... Εξάλλου, αυτός ήταν ο λόγος που επινοήσαμε τα παιχνίδια - για να υπάρχει ατομικότητα. Τι νόημα έχει ένα φιλί όταν το δίνεις εσύ στον εαυτό σου; Πώς να απολαύσεις την απαλή γούνα της γάτας στην αγκαλιά σου όταν είσαι η γάτα; Στη Γη κάποιοι μιλούσαν γι' αυτή την κατάσταση ενότητας. Τι ειρωνικό! Αυτή είναι η κατάσταση από την οποία πάντα προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε, όχι να τη φτάσουμε!", πρόσθεσε ο κάποτε Γήινος. 

Η κάποτε Αμέλια είχε κιόλας βαρεθεί. "Πού λέτε να πάμε τώρα; Εκείνο εκεί το σύμπαν φαίνεται πολύ ενδιαφέρον... Ας ρωτήσουμε τους διαχειριστές να μας διαφωτίσουν". 

"Να με συγχωρείτε, αλλά εγώ λέω να μείνω λίγο εκτός... Να απολαύσω την απόλυτη ελευθερία μου", είπε κάποιο άλλο ον, αλλά αμέσως μαζεύτηκε διαπιστώνοντας ότι όλοι τον κοιτούσαν περίεργα... 

"Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Ποιος χρειάζεται την απόλυτη ελευθερία; Εγώ δεν κάθομαι λεπτό εδώ πέρα", είπε η κάποτε Αμέλια και βούτηξε μαζί με μερικά εκατομμύρια άλλους - που δεν ήταν άλλοι, μα θα ήταν στη νέα της ζωή- σ' ένα σύμπαν όπου όλα συνέβαιναν σε τρεις εκδοχές, με δυνατότητα επιλογής και εύκολη μετάβαση από τη μια εκδοχή στην άλλη. Και ήταν τόσο ανυπόμονη, που δε φρόντισε καν να ενημερωθεί γι' αυτό το καινούριο παιχνίδι από τους σχεδιαστές του. Στο κάτω κάτω, αυτή ήταν και οι σχεδιαστές. Δεν υπήρχε τίποτα να μάθει, μα υπήρχαν τόσα που θα μπορούσε να ξεχάσει...

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Το παχνίδι της βροχής και της λιακάδας



ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 

ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΔΑΣ

Η  Ελμίρα κι ο Τιμόρ παραβγήκαν για μια ακόμη φορά στο παιχνίδι της βροχής και της λιακάδας. Μα ήταν μάταιο. Καθώς ήταν κι οι δυο εξίσου δυνατοί, ούτε η Ελμίρα έφερνε ήλιο ούτε ο Τιμόρ βροχή. 

Η συννεφιά απλωνόταν για πολύ καιρό, μουντή, ανυπόφορη. Το παιχνίδι είχε καταντήσει ανιαρό και ανούσιο. Η Ελμίρα, πιο ανυπόμονη, δοκίμασε κάτι που δεν είχε ξανακάνει... Συγκράτησε τη δύναμή της, και μάλιστα ζήτησε κρυφά βροχή, αντί για την αγαπημένη της λιακάδα.


Κι έτσι ο Τιμόρ νίκησε... 

Κι έτσι η Ελμίρα έχασε...

"Καιρός ήταν να τελειώσει πια αυτό το ανόητο παιχνίδι", σκέφτηκε η Ελμίρα ανακουφισμένη παρά απογοητευμένη από την ήττα της.

Αιώνες πέρασαν, και η Ελμίρα έμαθε να συγκρατεί όλο και περισσότερο τη δύναμή της.

Το ίδιο κι ο Τιμόρ.

Και ήρθε μια μέρα που κανείς τους δεν μπορούσε πια να φέρει βροχή ή ήλιο.

Και ήρθε η στιγμή που και οι δυο τους ξέχασαν πως κάποτε ο ήλιος και η βροχή δεν έρχονταν τυχαία.

Τώρα μόνο παρατηρούσαν τον καιρό να αλλάζει...

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

The Fools


THE FOOLS...

Κάποτε υπήρχε μια μοναδική αλήθεια, και η αλήθεια αυτή ήταν το Α, που ήταν και Ω μαζί. Τα όντα έπλητταν μόνο με το Α (που ήταν και Ω). Η ζωή τους δεν είχε νόημα. Σκέφτηκαν λοιπόν να κρύψουν το Α σε ένα μέρος που θα ήταν πάντα προσβάσιμο και να παραστήσουν ότι δεν το γνωρίζουν. 

Έτσι, άρχισαν να επινοούν νέες αλήθειες για να εξηγήσουν το καθετί. Έφτιαξαν το Β, το Γ, το Δ... Με τον καιρό ξέχασαν το Α σχεδόν τελείως. Oι νέες αλήθειες εξηγούσαν επιμέρους πράγματα, αλλά όχι όλα. Και δεν κρατούσαν για πολύ. Σύντομα το Ε είχε ξεπεραστεί από το Ζ κ.ο.κ. Και όλο απομακρύνονταν από το Α, μέσα από μια περίεργη, αλλά συναρπαστική διαδρομή. Η ζωή τους είχε αποκτήσει νόημα, μα έχοντας ξεχάσει την αλήθεια, δεν καταλάβαιναν ποιο ήταν το νόημα και το έψαχναν κι αυτό. 

Πέρασαν πολλοί αιώνες, και μέσα από την περίεργη διαδρομή τους τα όντα έφτασαν κάποια στιγμή πάλι στο Ω, που ήταν και Α μαζί. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη που ανακάλυψαν την απόλυτη αλήθεια, γιατί οι άλλες ενδιάμεσες αλήθειες δεν ήταν ποτέ ικανοποιητικές. Ήταν βέβαια ελκυστικές, αλλά είχαν πάντα μια θολούρα. Το Α ήταν ξεκάθαρο. Και δεν μπορούσε να ξεπεραστεί από καμία άλλη αλήθεια. 

Τώρα όμως το Α ήταν πολύ πιο πλούσιο από πριν. Περιείχε και όλα τα άλλα γράμματα μέχρι το Ω, αλλά όχι ως γνώση - μόνο ως εμπειρία. Και με αυτή την εμπειρία, τα όντα ξεκίνησαν να χαράξουν μια νέα, λαμπρότερη διαδρομή.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Ο Λαβύρινθος




Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Κάποτε, σε κάποιο χωροχρονικό συνεχές, ζούσε ένα Ον τόσο ελεύθερο, που μπορούσε να φεύγει και να επιστρέφει όποτε το επιθυμούσε. Ένα Ον με μεγάλη περιέργεια. Ταξίδευε κοντά και μακριά, ψηλά και χαμηλά, αναζητώντας ατέρμονα να δημιουργεί, να γνωρίζει και να βιώνει τα πάντα.

Κάποτε βρέθηκε σ' έναν τόπο και χρόνο που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Βρέθηκε μπροστά σ' έναν τοίχο τόσο απέραντο, που δεν μπορούσε να βρει πού άρχιζε ή πού τελείωνε. Εκεί που ετοιμαζόταν να κάνει στροφή και να συνεχίσει την περιπλάνησή του, φώτα στα χρώματα του ουράνιου τόξου άστραψαν μέσα στα μάτια του, που έβλεπαν τα πάντα. Πλησιάζοντας περισσότερο, είδε ότι τα φώτα σχημάτιζαν σύμβολα που δεν κατανοούσε - ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ.

Κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα, μια ανοιχτή πόρτα το προσκαλούσε να μπει. Καθώς ήταν ένα Ον με μεγάλη περιέργεια, πέρασε την πόρτα και βρέθηκε σε μια φωτεινή και ευάερη αίθουσα γεμάτη θαυμαστά πράγματα. Καταρράκτες, δέντρα, πλούσια βλάστηση και πολύχρωμα λουλούδια, ενώ κάθε λογής μορφές ζωής χόρευαν στη μαγευτική μουσική που έβγαινε από τα φώτα του ουράνιου τόξου. Τι θεσπέσιο μέρος! Στην αίθουσα υπήρχαν κι άλλες πόρτες, που οδηγούσαν μέσα από διαδρόμους σε πολλές ακόμη πιο υπέροχες αίθουσες, που επίσης είχαν πόρτες. Υπήρχαν γρίφοι για να απαντηθούν, μυστήρια να λυθούν και μυριάδες ακόμη παιχνίδια!

Τόσα πολλά ήταν τα παιχνίδια και όλα αυτά που μπορούσε να δει και να κάνει, που έχασε τελείως την αίσθηση του χώρου και του χρόνου σ' αυτό το απέραντο, θαυμάσιο μέρος. Δε σκέφτηκε όμως να σημειώσει τη διαδρομή του, καθώς έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο Λαβύρινθο.

Κι όσο προχωρούσε, οι αίθουσες και οι διάδρομοι γίνονταν μικρότερες και σκοτεινές. Οι πόρτες ήταν τώρα πολύ περισσότερες από πριν, και μερικές φορές έκλειναν πίσω του μ' ένα θόρυβο εκκωφαντικό, που αντηχούσε στα σκοτεινά βάθη του Λαβύρινθου. Κοιτώντας πίσω του διαπίστωνε ότι οι πόρτες εξαφανίζονταν, όμως δεν ανησυχούσε και σκεφτόταν ότι θα έβρισκε το δρόμο έξω από το Λαβύρινθο - κάποια μέρα.

Σκιές περνούσαν από τα σκοτεινά, υγρά μέρη, όπου αόρατα χέρια το τραβούσαν, το έσπρωχναν, το χτυπούσαν και το τσιμπούσαν. Η ευχαρίστηση μετατράπηκε σε πόνο, και στη μάταιη αναζήτησή του το μόνο που σκεφτόταν πια ήταν η απόδραση. Πώς παγιδεύτηκε σ' αυτό το μέρος; Και πώς θα κατάφερνε να ξεφύγει;

Καθώς προχωρούσε συνάντησε ανθρώπους και τους ρώτησε αν γνώριζαν πώς θα βγει από το Λαβύρινθο. Κι εκείνοι απλώς κοίταζαν με το βλέμμα κενό και ρωτούσαν: "Τι είναι ο Λαβύρινθος;"

Τελικά συνάντησε μια γυναίκα με ένα αναμμένο κερί, που του είπε: "Ακολούθησέ με, έχω βρει τη Φώτιση". Μιας και δεν είχε συναντήσει κανέναν άλλο με Φώτιση, την ακολούθησε ακόμη και στα πιο σκοτεινά τούνελ, αναζητώντας διέξοδο από το Λαβύρινθο. Εξερεύνησαν διαδρόμους στους οποίους δεν είχε βρεθεί ποτέ πριν, μα τελικά το κερί της κάηκε, και το ον απέμεινε πάλι χαμένο στο σκοτάδι.

Αναζήτησε κι άλλους ανθρώπους με Φώτιση και τους ρώτησε πού βρήκαν τα κεριά τους. Κάποιοι είπαν ότι άκουσαν τη φωνή του "Θεού" στο κεφάλι τους, που τους έλεγε "Πηγαίνετε προς το Φως", κι έτσι οδηγήθηκαν στα κεριά. Άλλοι είπαν ότι είδαν κάποιο "Θεό" με τα μάτια τους, έμαθαν τα μυστικά της Φώτισης και έλαβαν τη Φωτιά από τους "Θεούς".

Ακολούθησε πολλούς ανθρώπους με Φώτιση, αλλά κάθε φορά κατέληγε σε αδιέξοδα, στα σκοτεινά βάθη του Λαβύρινθου. Έτσι, έπαψε ν' ακούει τους ανθρώπους με τα κεριά και προσπάθησε να βρει τρόπο να βγει μόνο του.

Σκέφτηκε και σκέφτηκε, και τελικά συνειδητοποίησε ότι το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να θυμηθεί το δρόμο που είχε διανύσει ως εκεί. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν καθόλου εύκολο, όμως ήξερε πως έπρεπε να πετύχει. Άρχισε να ανακαλεί τα βήματά του στο σκοτάδι, και όταν ξεχνούσε ποια στροφή είχε πάρει ή ποια πόρτα είχε περάσει, καθόταν με κλειστά μάτια και κοιτούσε τις αναμνήσεις του για να δει το δρόμο που είχε ακολουθήσει.

Ήταν πανευτυχής που είχε βρει τον τρόπο να βγει από το Λαβύρινθο. Σκέφτηκε να το πει στους ανθρώπους με τα κεριά, γιατί κι εκείνοι έψαχναν την έξοδο. Όμως τον απέφευγαν ή τον κορόιδευαν, λέγοντας "Ποιος είσαι εσύ που θα μας δείξεις το δρόμο; Είσαι κι εσύ χαμένος στο Λαβύρινθο, όπως κι εμείς! Οι Θεοί του Φωτός δείχνουν το δρόμο. Δεν είναι παγιδευμένοι όπως εσύ, οπότε θ' ακούσουμε εκείνους, κι όχι εσένα".

Έτσι, συνέχισε μόνος, αφού διαπίστωσε ότι ανάλωνε όλο του το χρόνο προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους με τα κεριά, αντί να ακολουθεί το σχέδιό του. Κάποιες φορές έπρεπε να βρει πόρτες που είχαν εξαφανιστεί, αλλά με μεγάλη υπομονή ανακάλυψε τα κλειδιά για τις κρυφές πόρτες και συνέχισε το δρόμο του. Κάποιες φορές σκέφτηκε να εγκαταλείψει, επειδή έπρεπε να περάσει από τους διαδρόμους του πόνου, όμως η θέλησή του ήταν ισχυρή και συνέχισε.

Τελικά βρέθηκε έξω από το Λαβύρινθο. Το Ελευθερωμένο Ον χάρηκε την ελευθερία του άπειρου χρόνου και χώρου. Έπειτα όμως άρχισε να σκέφτεται τους ανθρώπους που είχε αφήσει πίσω του, παγιδευμένους στο Λαβύρινθο. Ένιωθε άσχημα γι' αυτούς που ήταν παγιδευμένοι και ήθελε ακόμη να τους βοηθήσει. Ωστόσο, υπήρχε περίπτωση να παγιδευτεί ξανά μέσα στο Λαβύρινθο, αν επέστρεφε εκεί. Θυμόταν επίσης ότι οι άνθρωποι τον κορόιδευαν και άκουγαν μόνο τους Θεούς της Φώτισης. Έτσι, το Ελευθερωμένο Ον σήκωσε τους ώμους και σκέφτηκε "Υποθέτω ότι θα πρέπει να βρουν το δρόμο μόνοι τους".

Τη στιγμή που έκανε να φύγει, είδε ένα άλλο Ελεύθερο Ον να πλησιάζει το Λαβύρινθο. Μεγάλη θλίψη τον πλημμύρισε, γιατί ήξερε ότι κι αυτό το Ελεύθερο Ον θα παγιδευόταν στο Λαβύρινθο. Προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά μάταια.

Το Ελευθερωμένο Ον ήταν έτοιμο να τα παρατήσει, όταν μια ιδέα έλαμψε ξαφνικά στο νου του. Είχε ακόμη τις σημειώσεις του από τη διαδρομή του έξω από το Λαβύρινθο, κι έτσι τις έδωσε στο Ελεύθερο Ον, λέγοντάς του: "Ορίστε, πάρε μαζί σου αυτό το βιβλίο. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε περίπτωση που παγιδευτείς στο Λαβύρινθο. Πριν φύγεις, όμως, δώσε το στους ανθρώπους που αναζητούν τη Φώτιση - γιατί εκείνοι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο Λαβύρινθο και αναζητούν μια διέξοδο.

"Και όταν δώσω το βιβλίο στους ανθρώπους που αναζητούν τη Φώτιση, τι να τους πω ότι είναι;" ρώτησε το Ελεύθερο Ον.

Το Ελευθερωμένο Ον σκέφτηκε για λίγο και στη συνέχεια απάντησε: "Πες τους ότι είναι Φώτιση από τους Θεούς - αυτό θα το ακούσουν".

Aπόσπασμα από το βιβλίο του Truman Cash
με τίτλο The Eye of Ra
Μετάφραση: Ariel

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Το Ον και το Σύμπαν

ΤΟ ΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Κάποτε στο Σύννεφο αρ. 9 κατοικούσε ένα ον. Μέσα σε απόλυτη γαλήνη ατένιζε το σύμπαν.

Το ον αυτό μπορούσε να ΕΙΝΑΙ τα πάντα. Μπορούσε να χωρέσει μέσα σ' ένα κόκκο σκόνης ή να καλύψει όλο το σύμπαν. Μπορούσε να περνάει μέσα απ' τους πλανήτες, μέσα απ' τη φωτιά και τον πάγο, να γίνεται ένα με κάθε ύλη ή ενέργεια. Τίποτε δεν μπορούσε  να το αγγίξει, τίποτε δεν μπορούσε να το επηρεάσει.

Συχνά παρακολουθούσε άλλα όντα σαν κι αυτό που έπαιζαν σε διάφορους πλανήτες. Κανένα παιχνίδι δεν ήταν ίδιο με κανένα άλλο, και όλα άλλαζαν διαρκώς. Σε κάποιους πλανήτες έπαιζαν με τον αιθέρα. Στους πλανήτες με μεγάλη βαρύτητα ανέπτυσσαν τεχνολογία. Κάποιοι πλανήτες ήταν σε πόλεμο. Λαμπερά σκάφη ταξίδευαν στους γαλαξίες και επέβλεπαν τα παιχνίδια, ώστε να μην παραβιάζονται οι κανόνες και μην εγκλωβιστούν κάποια όντα για πάντα σ' ένα παιχνίδι.

Και το ον παρακολουθούσε.

Αμέτρητοι αιώνες πέρασαν στους πλανήτες γύρω του, που όμως για κείνο ήταν μόνο μια στιγμή - και μια αιωνιότητα μαζί.

Μέχρι που αποφάσισε να κατέβει σε κάποιον πλανήτη, να έχει ένα σώμα και ένα όνομα με τα οποία να το αναγνωρίζουν τα άλλα όντα και να μπορούν να αλληλεπιδράσουν μαζί του. Να μπορεί να βιώσει όλες αυτές τις παράξενες διαθέσεις που προκαλούσαν τόσο ακατανόητη συμπεριφορά στα όντα των παιχνιδιών - την επιθυμία, τον πόνο, το καρδιοχτύπι, την έλλειψη, την προσμονή. Να χρειάζεται να περπατά για να κινείται. Να χρειάζεται να μιλά για να επικοινωνεί. Να χρειάζεται να προσπαθεί για να πετυχαίνει. Να έχει εμπόδια από τη φύση γύρω του και τη διαφορετική βούληση των άλλων όντων. Να βρίσκεται μέσα στο παιχνίδι, να ανήκει, να επηρεάζει και να επηρεάζεται.

Στην αρχή το ον ήταν γεμάτο ενθουσιασμό για τη νέα του ταυτότητα και όλα αυτά που μπορούσε τώρα να βιώσει. Ο πλανήτης που είχε επιλέξει τού φαινόταν υπέροχος και δε χόρταινε να τον εξερευνά και να δοκιμάζει. Του άρεσε να παίζει συνεχώς, εξάλλου γι' αυτό είχε έρθει.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, κουράστηκε με τα προβλήματα και τις αντιξοότητες που είχε να αντιμετωπίσει. Κουράστηκε με τις ιδιοτροπίες των άλλων όντων, με την προσπάθεια, με το χρόνο που ποτέ δεν ήταν αρκετός, με την απόσταση που το χώριζε από όλα αυτά που ήθελε να δει και να δοκιμάσει. Πόνεσε με τις απώλειες και τις αποτυχίες. Άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την παλιά του κατοικία, τότε που ήταν παντοδύναμο και τίποτε δεν μπορούσε να το πληγώσει.

Κι όμως, όταν κάποια μέρα έχασε το σώμα του και την ταυτότητά του, επέλεξε δίχως καν να το σκεφθεί να επιστρέψει στον πλανήτη με ένα άλλο σώμα. Να έχει και πάλι μια ταυτότητα, να ανήκει. Να είναι πάλι ευάλωτο, αιτία αλλά και αποτέλεσμα, να χαίρεται και να πονά, να αισθάνεται, να ονειρεύεται,  να ζει.

Και το ίδιο επιλέγει εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Κάθε φορά αφήνεται μαγεμένο να παρασυρθεί από την ακατανίκητη έλξη του παιχνιδιού. Εξάλλου, το Σύννεφο αρ. 9 μπορεί να περιμένει.

Δημοφιλείς αναρτήσεις